τζέντλεμαν

τζέντλεμαν
ο άκλ. джентльмен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τζέντλεμαν" в других словарях:

  • τζέντλεμαν — ο άκλ. (λ. αγγλ.) 1. άνθρωπος αριστοκρατικής καταγωγής. 2. άνθρωπος με ηθικές αρχές, έντιμος: Δεν πρόδωσε το φίλο του, είναι τζέντλεμαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζέντλεμαν — ο, Ν άκλ. (ξεν.) 1. άνθρωπος καταγόμενος από οικογένεια ευγενών 2. (κατ επέκτ.) άτομο με κομψή εμφάνιση και ευγενικούς τρόπους 3. άτομο που σέβεται τον εαυτό του και τηρεί τον λόγο του 4. (ως προσφώνηση) κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. gentleman < …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Άντισον, Τζόζεφ — (Joseph Addison, Μίλστον 1672 – Λονδίνο 1719). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Γιος κληρικού, υπήρξε λαμπρός λατινιστής, εγκατέλειψε όμως τις κλασικές σπουδές και αφοσιώθηκε στην πολιτική. Μέλος της ομάδας των Ουίγων (Whigs), των φιλελευθέρων… …   Dictionary of Greek

  • Γουίνγκερ, Ντέμπρα — (Debra Winger, Κλίβελαντ 1955 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Η Γ. διέθετε για ένα μεγάλο διάστημα της καριέρας της τον ιδανικό συνδυασμό: αγαπημένη των κριτικών, αλλά και πολλά εισιτήρια στα ταμεία. Πριν από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»